Θέσεις για τη Διαρκή Κρίση του Καπιταλισμού, το ανυπέρβλητο των ταξικών ανταγωνισμών
Θέση 1: Είμαστε εν μέσω μιας διαρκούς κρίσης.
Γράφουμε και μιλάμε για τη σημερινή κρίση με τον ίδιο τρόπο που το κάνουμε τις τελευταίες δύο δεκαετίες, επειδή συνεχίζουμε να παίρνουμε μέρος σε μία παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού που μπορεί να χρονολογηθεί τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Όσον αφορά τη διάρκεια, το βάθος και την έκταση, αυτή η κρίση μπορεί να συγκριθεί με εκείνη της δεκαετίας του 1930 –η διάρκεια της οποίας θεωρείται ότι απλώνεται από πριν το κραχ του 1929, σε όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι τις αρχές της μεταπολεμικής περιόδου της Pax Americana, μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ στη Δυτική Ευρώπη, της ανοικοδόμησης της Ιαπωνίας και της έναρξης του Ψυχρού Πολέμου. Γράφουμε και μιλάμε για μία διαρκή κρίση, διότι ούτε οι υφέσεις των επιχειρηματικών κύκλων ούτε οι ανακάμψεις, ούτε μια ολόκληρη σειρά από καπιταλιστικά αντίμετρα (τοπικά και διεθνή) έχουν επιλύσει τα βασικά προβλήματα του συστήματος με τέτοιο τρόπο ώστε να θέσουν τη βάση για μια εκ νέου σταθερή διαδικασία συσσώρευσης. Έτσι, με τον όρο «διαρκής κρίση» εννοούμε την αέναη απειλή για ίδια την ύπαρξη του καπιταλισμού που συνιστούν οι ανταγωνιστικές δυνάμεις και τάσεις οι οποίες είναι έμφυτες στην κοινωνική του δομή και οι οποίες εξακολουθούν να υφίστανται παρά τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις και τις μείζονες αναδιαρθρώσεις.
Θέση 2: Η διαρκής κρίση είναι κρίση της ταξικής σχέσης. Οι βασικές ανταγωνιστικές δυνάμεις οι οποίες είναι συνυφασμένες με την κοινωνική δομή του καπιταλισμού, που επιβιώνουν παρά τα σκαμπανεβάσματα των διακυμάνσεων και των αναδιαρθρώσεων, που έχουν επανειλημμένα ενσωματωθεί χωρίς όμως ποτέ να χάσουν τη δύναμή αναζωπύρωσής τους, είναι η αρνητικότητα και η δημιουργικότητα της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη αποτελεί μια διαρκή απειλή για την επιβίωση του καπιταλισμού τόσο εξαιτίας των αγώνων της ενάντια σε διαφορετικές πτυχές της καπιταλιστικής κοινωνικής μορφής, όσο και επειδή έχει την τάση, μέσω της εφευρετικότητάς της, να κινείται και πέρα από αυτή την κοινωνική μορφή. Σε αντίθεση με όλες τις αστικές ιδεολογίες του κοινωνικού συμβολαίου, του πλουραλισμού και της δημοκρατίας, ο μαρξισμός έχει δείξει ότι ο ταξικός ανταγωνισμός απορρέει από το γεγονός ότι ο καπιταλισμός είναι μια κοινωνική τάξη πραγμάτων που βασίζεται στην κυριαρχία, δηλαδή, στην επιβολή ενός συνόλου κοινωνικών κανόνων μέσω των οποίων τείνει να οργανώσει το σύνολο της ζωής. Ο καπιταλισμός, λοιπόν, ως κοινωνικό σύστημα, είναι αδύνατο να υπερβεί τον ταξικό ανταγωνισμό, επειδή αυτός ο ανταγωνισμός είναι αδιαχώριστος από την κυριαρχία που προσδιορίζει το σύστημα. Θέση 3: Η ταξική σχέση είναι ο αγώνας πάνω στην εργασία. Οι καπιταλιστικοί κανόνες επιβάλλουν τη γενικευμένη υποταγή της ανθρώπινης ζωής στην εργασία. Ενώ η εξαγωγή υπερεργασίας εμφανίζεται σε όλες τις προηγούμενες ταξικές κοινωνίες, μόνο στον καπιταλισμό όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν αναδιαμορφωθεί ως εργασία, ως εργασιακές διαδικασίες που παράγουν εμπορεύματα. Αυτές οι διαδικασίες είτε παράγουν αξίες χρήσης που μπορούν να πωληθούν και μέσω των οποίων μπορεί να πραγματοποιηθεί κέρδος, είτε παράγουν και αναπαράγουν την ίδια την ανθρώπινη ζωή ως εργασιακή δύναμη. Ο ανταγωνισμός, η αντίσταση και η εναντίωση συνοδεύουν αυτή την επιβολή, επειδή αυτός ο τρόπος οργάνωσης της ανθρώπινης ζωής βάζει όρια και περιορίζει ασφυκτικά την ανάπτυξή της. Οι άνθρωποι παλεύουν τόσο ενάντια στην υποβίβασή τους σε «απλούς εργαζομένους», όσο και προς την κατεύθυνση της επεξεργασίας νέων τρόπων ύπαρξης, οι οποίοι ξεφεύγουν από τα όρια του καπιταλισμού.1 Θέση 4: Η εργατική τάξη (μισθωτή και άμισθη) αγωνίζεται ενάντια στην εργασία. Ενώ το «κεφάλαιο» μπορεί να θεωρηθεί ως μονολιθικό, με την έννοια ότι οι διαφορές και οι διαμάχες μεταξύ των καπιταλιστών είναι δευτερεύουσες ως προς τους κανόνες του παιχνιδιού από την οπτική των εκμεταλλευομένων, η «εργατική τάξη» είναι μονολιθική μόνο ως τάξη καθ’ εαυτή, δηλαδή, όπως διαμορφώνεται από το κεφάλαιο μέσω της παγκόσμιας επιβολής της εργασίας. Η εργατική τάξη παρουσιάζεται ως τάξη δι’ εαυτήν –ως μία ενοποιημένη αυτενεργός δύναμη– μόνο μέσω της αρνητικότητάς της, που έχει τις ρίζες της στην κοινότητα της εναντίωσης στην κυριαρχία του κεφαλαίου: στους αγώνες της, δηλαδή, που στοχεύουν στο να παύσει να ορίζεται ως εργατική τάξη ή ως οποιοδήποτε είδος μονοδιάστατης τάξης. Η πάλη ενάντια στην επιβολή της εργασίας είναι κεντρική στην ιστορία της δημιουργίας της εργατικής τάξης: από τις πρώτες μορφές αντίστασης στην αρχική επιβολή της εργασίας την περίοδο της πρωταρχικής συσσώρευσης και τη μακρά περίοδο αγώνων που ακολούθησε ενάντια στην επέκταση του χρόνου εργασίας (περισσότερες ώρες, πιο εντατικές), μέχρι τους πρόσφατους και πιο επιθετικούς αγώνες για τη μείωση του χρόνου εργασίας και για την απελευθέρωση περισσότερου χρόνου για αυτοκαθοριζόμενη δραστηριότητα.2 Με δεδομένη την προσπάθεια από τη μεριά του καπιταλισμού να επανενσωματώσει τον απελευθερωμένο από την επίσημη εργασιακή ημέρα (εβδομάδα κ.λπ.) χρόνο, να τον διαμορφώσει με σκοπό την αναπαραγωγή της ζωής ως εργασιακής δύναμης κι έτσι να αναμορφώσει ολόκληρη τη ζωή ως ένα καθολικό κοινωνικό εργοστάσιο, η πάλη με τον καιρό έχει γίνει καθολική. Επομένως, οι σημερινοί εργατικοί αγώνες δεν πρέπει να ιδωθούν μονάχα ως αγώνες των μισθωτών εργαζομένων, αλλά και όλων αυτών που δεν απολαμβάνουν ένα μισθό, είναι όμως προετοιμασμένοι και εκπαιδευμένοι ώστε να δουλεύουν για την αναπαραγωγή της ίδιας της εργατικής τάξης, π.χ. των νοικοκυρών, των φοιτητών, των αγροτών, των «ανέργων» κ.τ.λ.3 Θέση 5: Η εργατική τάξη αγωνίζεται για μία αμείωτη πολλαπλότητα εναλλακτικών τρόπων ύπαρξης. Ειδωμένα ως θετικότητες, ως δικοί τους αγώνες για τα δικά τους συμφέροντα (πέρα από την απλή αντίσταση στην επιβολή της εργασίας), τα συμφέροντα της περίπλοκης αυτής «εργατικής τάξης» είναι πολλαπλά, με την έννοια ότι δεν είναι κοινά για όλους. Τα συμφέροντα μίας ομάδας δεν είναι ακριβώς τα ίδια με αυτά μίας άλλης, ακόμα κι αν η ικανοποίηση των συμφερόντων της μιας ομάδας θα διευκόλυνε την ικανοποίηση των συμφερόντων της άλλης.4 Έτσι υπάρχει μια προβληματική σχέση ανάμεσα στην ιδέα μιας εργατικής τάξης δι’ εαυτήν και στην πολλαπλότητα των συμφερόντων για τα οποία αγωνίζονται οι διαφορετικές ομάδες. Μιλώντας για «ΤΗΝ» εργατική τάξη που αγωνίζεται ενάντια στο κεφάλαιο και της οποίας ο ανταγωνισμός απειλεί την επιβίωση του κεφαλαίου, μιλάμε στην πραγματικότητα για μία πολλαπλότητα που κινείται προς διαφορετικές κατευθύνσεις και που απαρτίζεται από εξίσου πολύμορφες διαδικασίες αυτοαξιοποίησης ή αυτοθέσμισης. Θέση 6: Η διαλεκτική είναι η καπιταλιστική ενσωμάτωση του ταξικού ανταγωνισμού. Ως εκ τούτου, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το κεφάλαιο στη διαχείριση του ανταγωνισμού της εργατικής τάξης είναι αυτό της διαχείρισης, όχι μόνο των κοινών (αν και όχι απαραίτητα συμμαχικών ή ακόμη και συμπληρωματικών) αντιστάσεων, αλλά επίσης και των διαφορετικών διαδικασιών αυτοθέσμισης, που διαφεύγουν επανειλημμένα από τους κανόνες του και που προωθούν την κρίση. Η κεφαλαιακή συσσώρευση προϋποθέτει ότι η καπιταλιστική προσταγή (θέση) είναι σε θέση να ενσωματώνει τις μορφές εχθρικής αυτενέργειας της εργατικής τάξης (αντίθεση) και να τις μετατρέπει σε αντιφάσεις (σύνθεση), ικανές πλέον να παρέχουν δυναμική σε αυτό που βασικά είναι ένα άψυχο σύνολο κανόνων και περιορισμών. Έτσι, η «λογική» (ή οι «νόμοι»)5 του κεφαλαίου είναι, όπως κάθε λογική, ένα σύνολο κανόνων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το σύνολο κανόνων που το κεφάλαιο είναι σε θέση να επιβάλλει σε μια αντιστεκόμενη και αυτενεργό ανθρώπινη κοινωνία. Με άλλα λόγια, η διαλεκτική λογική του ταξικού αγώνα περιλαμβάνει την ενσωμάτωση και την οικειοποίηση μιας μεταλλαξιογόνου διαδικασίας ως μεταμόρφωση.6 Όλα τα λεγόμενα εμμενή εμπόδια του κεφαλαίου αποδεικνύεται ότι είναι ριζωμένα στον ταξικό συσχετισμό του αγώνα και δεν αποτελούν παρά στιγμές του. Ο αριθμός αυτών των εμποδίων είναι ο αριθμός των στιγμών (ή των τόπων) της ταξικής σχέσης.7 Η εξέλιξη αυτών των συγκρούσεων είναι «διαλεκτική» μόνο εφόσον το κεφάλαιο είναι ικανό να ενσωματώσει την άρνησή του, να καταφέρει τη μετατροπή του ανταγωνισμού σε αντίφαση. Θέση 7: Η μελέτη της κρίσης είναι η μελέτη του ταξικού ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, η μελέτη της διαρκούς κρίσης πρέπει να είναι η μελέτη των απειλών που διατυπώνονται, των ρήξεων που επιτυγχάνονται και των μετασχηματισμών που προκαλούνται από αυτόν το συνεχώς μεταβαλλόμενο αστερισμό δυνάμεων ανταγωνισμού και αυτοθέσμισης.8 Όλα τα παραπάνω περικλείονται στις διαδικασίες καπιταλιστικής συσσώρευσης, αν αυτές γίνουν αντιληπτές ως διαδικασίες συσσώρευσης των ταξικών σχέσεων του κεφαλαίου –συμπεριλαμβανομένης της διαρκώς παρούσας απειλής της ολικής ρήξης και μετάλλαξης, η αποτροπή της οποίας είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνέχιση αυτών των διεργασιών.9 Ταυτόχρονα, η μελέτη της διαρκούς κρίσης πρέπει να είναι η μελέτη των αγώνων για την απελευθέρωση από τα δεσμά του καπιταλισμού ως κοινωνικού συστήματος. Θέση 8: Η παραδοσιακή μαρξιστική θεωρία για την κρίση πρέπει να απομυστικοποιηθεί. Κατ’ επέκταση, οι παραδοσιακές μαρξιστικές προσεγγίσεις πάνω στο θέμα της διαρκούς κρίσης χρειάζεται να επανεξεταστούν ρητά ώστε οι θεμελιώδεις ταξικές δυνάμεις να επανατοποθετηθούν στην καρδιά της ανάλυσης. Για παράδειγμα, είναι κοινό σε πολλές μαρξιστικές θεωρίες για τη διαρκή κρίση (ή μάλλον για τις κυκλικές κρίσεις) να αντιμετωπίζουν την ταξική πάλη ως μία από τις δυνάμεις που οδηγούν (υπερκαθορίζουν) την εξέλιξη του συστήματος προς την κρίση. Αδυνατούν έτσι να δουν ότι, εάν η αυτενέργεια της εργατικής τάξης (τόσο η αρνητική όσο και η θετική) είναι η θεμελιώδης δύναμη που αντιπαλεύει το σύνολο των κανόνων/περιορισμών του κεφαλαίου πάνω στην κοινωνική ζωή, τότε οι άλλες, υποθετικά διακριτές, δυνάμεις μπορούν και πρέπει να επανεξετασθούν ως ιδιαίτερες στιγμές ή όψεις της ταξικής σύγκρουσης, προκειμένου να αποφύγουμε το φετιχισμό. Θέση 9: Ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός δε διαχωρίζεται από την ταξική σχέση αλλά είναι μία μορφή αυτής. Μία κοινή και υποτίθεται παράλληλη, δύναμη η οποία θεωρείται ότι οδηγεί το κεφάλαιο στην κρίση είναι ο «ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός» μεταξύ των υπομονάδων του κεφαλαίου, π.χ. των επιχειρήσεων και των εθνικών συμμαχιών. Για παράδειγμα, έχει συχνά υποστηριχθεί ότι η μακροπρόθεσμη τάση αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και της παραγωγικότητας είναι αποτέλεσμα «τόσο της ταξικής σύγκρουσης όσο και του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού».10 Ο «ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός», ωστόσο, πρέπει να ερμηνευθεί εκ νέου με όρους της ταξικής πάλης, αναγνωρίζοντας ότι ο πιο θεμελιώδης καθοριστικός παράγοντας του «ποιος κερδίζει» την ανταγωνιστική μάχη ανάμεσα σε τομείς του κεφαλαίου, καθορίζεται από το ποιος έχει τον μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στον αντίστοιχο τομέα της εργατικής τάξης. Ο ανταγωνισμός των τιμών κερδίζεται μειώνοντας το κόστος, δηλαδή μειώνοντας τους μισθούς ή βάζοντας τους εργαζομένους να εργάζονται σκληρότερα ή καλύτερα ή να αποδεχθούν την εισαγωγή τεχνολογίας που αυξάνει την παραγωγικότητα. Ο ανταγωνισμός στη διαφοροποίηση προϊόντος κερδίζεται με τη ικανότητα απόσπασης της μεγαλύτερης δυνατής φαντασίας και δημιουργικότητας από τους εργαζομένους. Ο ανταγωνισμός στον πόλεμο κερδίζεται με την ικανότητα κινητοποίησης της μεγαλύτερης δυνατής προσπάθειας (σε όλες τις μορφές της, από τη σκληρή δουλειά στην πολεμική βιομηχανία μέχρι τη δημιουργικότητα και την αυτοθυσία στο πεδίο της μάχης) από τους εργάτες. Ο «ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός» έχει γίνει ένα προβεβλημένο σύνθημα κυριαρχίας σε αυτή την περίοδο της διεθνούς αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου, το οποίο και χρησιμοποιείται για να στρέψει εργάτες εναντίον εργατών. Οφείλουμε να αποφετιχοποιήσουμε το νόημά του, αποδεικνύοντας ότι είναι απλά ένας συγκεκριμένος τρόπος οργάνωσης της ταξικής πάλης. Οφείλουμε να κάνουμε το ίδιο και εντός του πλαισίου της μαρξιστικής θεωρίας της κρίσης και να επανατοποθετήσουμε τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό στο εσωτερικό της ταξικής πάλης και όχι έξω από αυτή.11 Θέση 10: Οι μαρξιστικές θεωρητικές κατηγορίες είναι κατηγορίες της ταξικής πάλης. Για να απομυστικοποιήσουμε τις συνήθεις θεωρίες της κρίσης, πρέπει να επανερμηνεύσουμε τα θεωρητικά δομικά τους στοιχεία: την έννοια της αξίας, της αφηρημένης εργασίας, της ανταλλακτικής αξίας, της αξίας της εργασιακής δύναμης, της υπεραξίας, του ποσοστού εκμετάλλευσης και του ποσοστού κέρδους, της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, και της κεφαλαιακής συσσώρευσης.12 Θα πρέπει να ξανασκεφτούμε την αξία ως έννοια που μας επιτρέπει να μιλήσουμε για την εργασία που επιβάλλει το κεφάλαιο προκειμένου να οργανώσει την κοινωνία (εναντίον της οποίας οι εργάτες επεξεργάζονται μια ποικιλία από ασύμμετρες «αξίες»). Την αφηρημένη εργασία –το περιεχόμενο της αξίας– ως τον καθολικό ρόλο κάθε είδους εργασίας ως καπιταλιστικής προσταγής (εναντίον της οποίας οι εργάτες παλεύουν μέσα από την άρνηση και το μετασχηματισμό της εργασίας). Την ανταλλακτική αξία ως την αναφορική μορφή της επιβολής της εργασίας (εναντίον της οποίας οι εργάτες παλεύουν κάνοντάς την άκαμπτη ή παρακάμπτοντάς την). Την αξία της εργασιακής δύναμης ως το κόστος που αναλαμβάνει το κεφαλαίο για την αναπαραγωγή των ανθρώπων ως εργατών (εναντίον της οποίας οι εργάτες αντιτάσσουν το μισθό για την αυτοαξιοποίηση). Την υπεραξία ως την επιβολή επαρκούς εργασίας ώστε να χρηματοδοτείται περισσότερη εργασία στο μέλλον (την οποία οι εργάτες υπονομεύουν απαιτώντας η εργασία να ανταποκρίνεται στην ικανοποίηση των αναγκών τους). Το ποσοστό εκμετάλλευσης και το ποσοστό κέρδους ως μέτρα της υποταγής της εργασίας στις ανάγκες του κεφαλαίου για περισσότερη εργασία (η πτώση των οποίων αποτυπώνει τη δύναμη των εργατών). Την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου ως τεχνική συνθήκη επιβολής της εργασίας, (γύρω από την οποία οι εργαζόμενοι ανασυνθέτουν τη δύναμή τους). Και την κεφαλαιακή συσσώρευση ως τη διευρυμένη αναπαραγωγή της ταξικής πάλης σε όλες τις πτυχές της.
