Από την κατάληψη στην κοινωνικοποίηση

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

Ντάνυ Μάρκους - 2012

Πρωτάκουσα το σύνθημα ‘Καταλήψεις Παντού’ το 2009, κατά τη διάρκεια διαμαρτυριών ενάντια στην ιδιωτικοποίηση που ταρακούνησαν το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο οποίο κάνω το μεταπτυχιακό μου από το 2007. Κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων του χειμερινού εξαμήνου, εκείνο το σύνθημα άρχισε σταδιακά να σημαίνει κάτι συγκεκριμένο, κάτι ευκρινές, μ’ έναν τρόπο που έχει πάψει να υφίσταται στο τωρινό κύμα διαμαρτυριών. Στις 24 Σεπτεμβρίου, όταν οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Σάντα Κρουζ κατέλαβαν την εστία των μεταπτυχιακών φοιτητών , οι λέξεις ‘Καταλήψεις Παντού’ ήταν ζωγραφισμένες με σπρέυ στη μια πλευρά του κτιρίου. Συγχρόνως είδαν το φως της δημοσιότητας φυλλάδια και ιστότοποι αφιερωμένοι στην θεωρητικολογία και διάδοση των καταλήψεων, με σύνθημα ‘Καταλήψεις Παντού, Χωρίς Αιτήματα.’ Αλλά αυτό ήταν το σύνθημα της πρωτοπορίας και όχι της ευρείας πλειοψηφίας των διαδηλωτών και αναφερόταν στην αμφιλεγόμενη τακτική του να κλειδώνεις με το έτσι θέλω τις σχολές με αλυσσίδες ποδηλάτων και οδοφράγματα χωρίς να ανακοινώνεις αιτήματα ή σημεία αναφοράς για την αποκλιμάκωση. Οι καταλήψεις είχαν αμφισβητούμενη τακτική και εντός και εκτός του οργανωτικού συνασπισμού και ειδικά όταν δεν υφίστατο ζήτημα να αναγκάσεις την διοίκηση να διαπραγματευτεί, αλλά απλά να μπλοκάρεις τα πάντα ως συνήθως – και επίσης, τουλάχιστον στη θεωρία, να αρπάξεις ένα κομμάτι ελεύθερου χώρου και χρόνου από την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Το τελευταίο αποδείχθηκε η Αχίλλειος πτέρνα των καταλήψεων των σχολών στην Καλιφόρνια, επειδή οι καταληψίες έπρεπε να βασιστούν στις ίδιες δομές και στην προσωρινότητα των φοιτητικών διαμαρτυριών, πράγματα που ήθελαν να αποφύγουν. ‘Ηθελαν ένα κοινόβιο – να κοινωνικοποιηθούν, πιο συγκεκριμένα – αλλά αυτό έμελλε να πλανάται στον ορίζοντα τα πρώτα δύο χρόνια των εξεγέρσεων στις πανεπιστημιοπόλεις.

Απ’ όσο ξέρω, η τακτική των καταλήψεων χωρίς αιτήματα έχει τις ρίζες της στη Γαλλία κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων ενάντια στον εργασιακό νόμο CPE (Contrat première embauche/Συμβόλαιο πρωτοδιοριζόμενου) του 2006, όταν η διοίκηση της Σορβόνης μπλοκάρισε την πρόσβαση στους χώρους των Πανεπιστημίων προληπτικά για να εμποδίσει την κατάληψη τους, όπως είχε γίνει και τον Μάη του 1968· μια απόφαση που, κατά ειρωνικό τρόπο, ώθησε τους φοιτητές στις καταλήψεις. Οι Γαλλικές ρίζες του κινήματος των καταλήψεων είναι βαθιές· στην ουσία υπάρχει μια δεκαετία περίπου αξιόλογου παρα-ακαδημαϊκού Μαρξισμού, υφασμένου στις τακτικές και στις ιδέες του πρώτου κύματος καταλήψεων του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια και άλλων Αμερικανικών Πανεπιστημίων (η κατάληψη του Νιου Σκουλ προηγήθηκε της δικής μας κατά ένα χρόνο) και δεν είναι μόνο η ‘Επερχόμενη Ανταρσία’, αλλά και τα γραπτά της λιγότερο γνωστής (παρότι το ίδιο σκιώδους) κολλεκτίβας ‘Τεορί Κομμουνίστ’, οι οποίες παραθέτουν επιχειρήματα ενάντια στις γνωστές φόρμες της ταξικής πάλης, του συνδικαλισμού προ πάντων, ως πιθανές λύσεις της παρούσας κρίσης. Δεν ήταν οι μόνοι πρόγονοι των καταλήψεων στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια· η λίστα είναι πολύ μεγάλη και αλληλοσυγκρουόμενη για να την απαριθμήσω εδώ. Το μόνο που θέλω είναι να δώσω έμφαση στο γεγονός ότι γύρω στο 2009, το κίνημα των καταλήψεων περιστοιχιζόταν, τουλάχιστον μερικώς, από πολύ συγκεκριμένες Μαρξιστικές ιδέες περί καπιταλισμού και ταξικής πάλης. Αυτές οι ιδέες φαίνεται να έχουν εξαφανιστεί από την παρούσα συζήτηση για το μέλλον των κινήματος των καταλήψεων – και είναι απώλεια αυτό για μας, θα έλεγα.

Πίσω στο 2009, η στρατηγική της απόρριψης των αιτημάτων είχε την έννοια της ψήφου μη-εμπιστοσύνης στο σύστημα της μισθωτής εργασίας, καθώς επίσης και στην οργάνωση της παιδείας σαν μέσο αναπαραγωγής του συστήματος. Επιπλέον οι καταλήψεις έστειλαν το μήνυμα, σε κάποιους ενστικτωδώς και σε άλλους εγκεφαλικά, ότι οι ορίζοντες της πάλης διέφεραν σαφώς από εκείνους του σοσιαλισμού των προγόνων μας· δεν υπάρχει πλέον καμία πιθανότητα να πάμε πίσω στην αρχέγονη κατάσταση των εργατών· τώρα η επανάσταση θα γίνει με την επανακόλληση του μηχανισμού ανακατανομής εκ των έξω, στο κρύο των Κοινών, χωρίς μεροκάματα και επιδόματα. Αν η άρνηση της μισθωτής εργασίας ήταν κάποτε το σημείο κατάληξης για την αυτονομιστική πάλη, οι καταληψίες των πανεπιστημιοπόλεων έχουν καταλάβει ότι τα διακυβευόμενα έχουν αντιστραφεί: οι επαναστάτες δεν είναι οι εργάτες αλλά οι άνεργοι, οι οφειλέτες, οι υποαπασχολούμενοι, οι επί ξύλου κρεμάμενοι και οι κοινωνικά και οικονομικά περιθωριοποιημένοι. Αυτές οι εκτιμήσεις μπορεί να μην κινητοποιούν άμεσα το τρέχον κύμα των καταλήψεων, αλλά είναι ακόμα πολύ ζωντανές στις τακτικές του κινήματος ‘Καταλήψεις Παντού.’

Καθώς πλησιάζει η άνοιξη, είναι ζωτικής σημασίας να ξανασκεφτούμε τη στρατηγική των καταλήψεων σε συνάρτηση με την ιστορία του καπιταλισμού και της εργατικής πάλης. Επί του παρόντος, μερικές φατρίες μέσα στο κίνημα φαίνονται ικανοποιημένες με την ‘αμνησιακή’ άποψη των στρατοπέδων και των συνελεύσεων, τα οποία θεωρούν ως προεόρτια της επιστροφής στον μεταπολεμικό προοδευτισμό. Για παράδειγμα, η Εργατική Ομάδα Αιτημάτων του OWS (Occupy Wall Street) καλεί σε ‘ένα μαζικό πρόγραμμα δημοσίων έργων και υπηρεσιών με άμεση κυβερνητική παρέμβαση για την διάσωση των (συντεχνιακών) μισθών, οι οποίοι θα πληρωθούν από τη φορολόγηση των πλουσίων και των μεγαλοεπιχειρήσεων, την άμεση διακοπή όλων των πολέμων στους οποίους εμπλέκεται η Αμερική και τη διακοπή κάθε βοήθειας προς απολυταρχικά καθεστώτα για τη δημιουργία 25 εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας.’ ‘Ολα ωραία και καλά, αλλά η λογική αυτή έχει σαν βάση την εσφαλμένη παραδοχή μιας εκδοχήςτου κράτους-πρόνοιας, η οποία αντιπροσωπεύει το διαχρονικό πολιτικό και οικονομικό καλό. Αλλά το κράτος-πρόνοιας εφευρέθη για να εξυπηρετεί ένα ακραίο σύνολο συμφερόντων και μόνον, των καπιταλιστών· δεν θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί για να σώζει στη διάρκεια μιας περασμένης περιόδου της παγκόσμιας ανάπτυξης του καπιταλισμού, όταν το κόστος της πρόνοιας και της μεγάλης απασχόλησης μπορούσε να αντισταθμιστεί από την κερδοφορία του εκσυγχρονισμού της παραγωγής. Ναι, το εργατικό κίνημα πράγματι ανάγκασε τους καπιταλιστές να αναλάβουν ένα μεγάλο μέρος του κόστους της κοινωνικής αναπαραγωγής των εργατών, αλλά αυτό συνέβη σε μια εποχή θεαματικής ανάπτυξης. Το σημερινό σενάριο δεν έχει καμία σχέση με τότε. Μη ξεχνάτε ότι η μεγαλύτερη ανάπτυξη του κράτους-πρόνοιας έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του χρυσού αιώνα του καπιταλισμού, στις δεκαετίες 1950 – 60, όταν το θέμα δεν ήταν να οικοδομήσουν μια καλή, ισότιμη ή δίκαιη κοινωνία, αλλά να βάλουν τους εργάτες πιο βαθιά στο σύστημα παραγωγής, επεκτείνοντας το έτσι ώστε να συμπεριλάβουν σχεδόν κάθε μορφή βιωμένης εμπειρίας. Αν ο 20ος αιώνας ήταν η ουτοπία του προλεταριάτου, ήταν συγχρόνως και η κόλαση του.

Ο ευσεβής πόθος κανενός, όμως, δεν θα φέρει πίσω τις μέρες του παραδείσου και της κόλασης. Τώρα υπάρχει μόνο κόλαση, ζοφερή και καταστροφική. Ο καπιταλισμός αποτυγχάνει συνεχώς από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν η προσωρινή λύση, ο ραγδαίος εκσυγχρονισμός της παραγωγής σε ανεπτυγμένες οικονομίες σε συνδυασμό με γενναιόδωρη, σε λογικά πλαίσια, κοινωνική πρόνοια, σταμάτησε να φέρνει αποτελέσματα. Αν το κράτος-πρόνοιας γνέφει στο πάρκο Ζουκότι, πρέπει να είναι αντικατοπτρισμός, ένα τρυκ του φωτός πάνω στις ασπίδες των ομάδων καταστολής. Δεν το λέω αυτό για να μειώσω τους καταληψίες, κάθε άλλο. Διότι αν κάτι σ’ αυτό το κίνημα είναι ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι, στις πρώτες κιόλας εβδομάδες του παρόντος κύματος των καταλήψεων, στήθηκαν πραγματικά κοινόβια σε κυριολεκτικά δεκάδες Αμερικανικές πόλεις, τα οποία προσφέρουν φαγητό, καταφύγιο και πρώτες βοήθειες σε όλους όσοι προσέρχονται. Άσχετα με το αν έχουν καταλάβει ή όχι ότι οι ενέργειες τους φέρουν την επικεφαλίδα του Μαρξισμού, αυτές οι νέες ομάδες καταληψιών έχουν ήδη επιτύχει κάτι που δεν καταφέραμε εμείς στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια εκείνες τις μεθυστικές μέρες του 2009: να δημιουργήσουν έναν ζώντα κομμουνισμό, σ’ ένα από τα λιγότερο κοινοβιακά μέρη του κόσμου.

Οι επικριτές θα πούνε ότι παρότι καλές και ωραίες, αυτές οι μικρές κομμουνιστικές δράσεις δεν θα καταφέρουν ποτέ να προβλέψουν για τα εκατομμύρια των ανθρώπων που εξαρτώνται από τον καπιταλισμό για την καθημερινή τους διαβίωση. Αυτό αληθεύει μόνο αν κάποιος θεωρήσει το κίνημα ως ρίσκο του όλα ή τίποτα· ή αντικαθιστάς το καπιταλιστικό σύστημα κομμάτι-κομμάτι ή παραδέχεσαι την ήττα σου. Δεν πρέπει να κολλάμε σ’ αυτήν τη λανθασμένη εναντίωση, η οποία βασίζεται στην υπόθεση ότι ο κομμουνισμός παίρνει τη θέση του καπιταλισμού (και η ιδιοκτησία αντί να είναι από πάνω προς τα κάτω, είναι από κάτω προς τα πάνω) αντί να επιτεθεί συνολικά στο σύστημα. Μπορεί η δικτατορία του προλεταριάτου να φαινόταν βιώσιμη την εποχή της συγκεντρωτικής βιομηχανικής παραγωγής, σήμερα όμως η παραγωγή και η κυκλοφορία του κεφαλαίου είναι πιο αποσπασματική από ποτέ· οι εργατικές δυνάμεις είναι βάναυσα διηρημένες. Τώρα ο άνεμος της επανάστασης δεν φυσάει από τα εργοστάσια και τα ναυπηγεία, αλλά από τις τάξεις που βρίσκονται εκτός μισθωτής εργασίας. Για τους εργάτες του αποβιομηχανοποιημένου κόσμου, το ζήτημα πλέον είναι το πώς θα επιβιώσουν χωρίς δουλειά και κοινωνικές υπηρεσίες και, με αιχμή δόρατος την πάλη, το πως θα καταργήσουν το σύστημα μισθωτής εργασίας συνολικά. Αυτός είναι και ο ρόλος, θα έλεγα, που παίζει το κίνημα των κοινοβίων σε σχέση με τον καπιταλισμό: να μη δώσει τον έλεγχο του συστήματος εκμετάλλευσης στους εργάτες, αλλά να βάλει τα θεμέλια για την εγκατάλειψη του. Δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι καταλήψεις παρήχαν άσυλο στους άστεγους και στους άνεργους και ότι οι αστυνομικοί που κλήθηκαν να εξώσουν τους κατασκηνωτές είναι καλοπληρωμένοι κάτοικοι των προαστείων. Όσο το κίνημα των κοινοβίων προχωράει, άλλο τόσο θα μεγαλώνουν αυτοί οι διαχωρισμοί ανάμεσα σε εργαζόμενους και άνεργους, σε επαγγελματίες αυτοαστυνόμευσης και κοινόβιους. Αυτό το σχίσμα δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως εξωτερικός παράγοντας ή αντίθετο με το κίνημα· είναι η σαφέστερη μορφή έκφρασης του.

‘Οσο για τα πρακτικά καθήκοντα των κοινοβίων, σας παραδίδω την αναφορά της ‘Τεορί Κομμουνίστ’ για το τι πρέπει να γίνει και πως: η διαδικασία της κοινωνικοποίησης αρχίζει, διατείνονται, με «την καταστροφή του συστήματος της ανταλλαγής· αυτό σημαίνει ότι οι εργάτες επιτίθενται στις τράπεζες που έχουν τους λογαριασμούς των ιδίων και άλλων εργατών, έτσι ώστε να αναγκαστούν να τα βγάλουν πέρα χωρίς χρήμα· που σημαίνει ότι οι εργάτες διακινούν τα ‘προϊόντα’ τους απ’ευθείας στην κοινότητα, χωρίς μεσάζοντες· που σημαίνει ότι οι άστεγοι καταλαμβάνουν σπίτια και έτσι ‘υποχρεώνουν’ τους οικοδόμους να παράξουν δωρεάν, οι οποίοι με τη σειρά τους θα έχουν το ελεύθερο να ψωνίζουν από τα καταστήματα, υποχρεώνοντας όλους στις τάξεις τους να οργανωθούν για την εύρεση τροφής στους τομείς που θα κολλεκτιβοποιηθούν, κλπ. Ας είμαστε σαφείς επ’αυτού. Δεν υπάρχει μέτρο που από μόνο του ή ξεχωριστά να θεωρείται ‘κομμουνισμός’. Η διανομή αγαθών, η απ’ ευθείας κυκλοφορία προϊόντων παραγωγής και πρώτων υλών, η χρήση βίας ενάντια στο υπαρκτό κράτος είναι κομμάτια του κεφαλαίου που μπορούν να επιτευχθούν σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Κομμουνιστική δεν είναι η ‘βία’ από μόνη της, ούτε η ‘διανομή’ των σκατών που κληρονομούμε από την ταξική κοινωνία, ούτε η ‘κολλεκτιβοποίηση’ του μηχανισμού υπεραξίας· είναι η φύση του κινήματος που συνδέει και διέπει αυτές τις δράσεις, που του προσφέρει τις στιγμές μιας διαδικασίας, η οποία μπορεί μόνον να κοινωνικοποιηθεί περαιτέρω ή να συντριβεί»

Παρότι έχω μια δυσκολία να φανταστώ ένα σενάριο, κατά το οποίο οι εργάτες καταστρέφουν τα ίδια τους τα μέσα διαβίωσης εκούσια, μου φαίνεται σωστό να επιμείνω στο ότι κάθε εναλλακτκή λύση στο καπιταλιστικό σύστημα θα πρέπει να αρχίσει με την κατάργηση της ιδιοκτησίας. Αυτό μπορεί να σημαίνει την απαλλοτρίωση αγαθών και χώρων ή τον αποκλεισμό εργοστασίων, εθνικών οδών και διϋλιστηρίων, αλλά μπορεί επίσης να σημαίνει την ανακατανομή της υπάρχουσας ιδιοκτησίας για χρήση από την κοινότητα· την αποδέσμευση της λειτουργικής ιδιότητας του χρήματος, της στέγασης και της τεχνολογίας για τη διασφάλιση της ανάπτυξης και της εξάπλωσης της κοινωνίας χωρίς μισθωτή εργασία. Προσέξτε όμως: το ‘κομμουνιστικό’ σε ένα κοινόβιο δεν είναι το άθροισμα των ριζοσπαστικών ενεργειών που γίνονται στο όνομα της κολλεκτίβας. Η παροχή τροφής και στέγασης στους άστεγους και άνεργους είναι αξιέπαινες πράξεις, αλλά δεν είναι από μόνες τους αντικαπιταλιστικές. Το ίδιο ισχύει για τις απεργίες, τον αποκλεισμό λιμανιών, την κατάργηση του χρέους και την επανεγκατάσταση σε κατεσχημένα σπίτια. ‘Οσο αξιέπαινες και αν είναι αυτές οι πράξεις, δεν παύουν να είναι αμελητέες απουσία του κομμουνισμού, ως γενικού κινήματος με στόχο την κατάργηση της ιδιοκτησίας και του συστήματος μισθωτής εργασίας. Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι να βρούμε δουλειά στους άνεργους, αλλά να μπορέσουμε να ζήσουμε χωρίς μισθό και προσωπικό πλούτο. Στους επικριτές που θα πούνε: «Μα οι άνθρωποι θέλουν δουλειά· εξάλλου, χωρίς μισθό κανείς δεν θα μπορέσει να επιβιώσει,» θα πρέπει να απαντάμε ότι η διαχείρηση των ικανοτήτων, των ταλέντων και των οικονομιών μας, που δια της βίας ζεύονται στον μηχανισμό της συσσώρευσης κεφαλαίου, είναι το βασικό πρόβλημα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν είναι ουτοπία του αργόσχολου ή παιχνίδι αυτό που προτείνουμε· μια κοινωνία στην οποία η ικανότητα προς εργασία δεν είναι εμπόρευμα, αλλά η άμεση στήριξη της κοινής μας διαβίωσης.

‘Όταν μιλάμε για κοινόβια, λοιπόν, δεν ενδιαφερόμαστε για επιφατικές κοινότητες ή επιστροφή στις ερημιές. Απλά απαιτούμε να γενικευτούν και να βελτιωθούν,  έστω και φευγαλέα, οι συνθήκες ελεύθερης διαβίωσης που εδραιώθηκαν στους κόλπους του κινήματος ‘Καταλήψεις Παντού’. Ο όρος ‘κοινωνικοποίηση’ δεν περιγράφει τη μετατόπιση από ένα οικονομικό σύστημα (τον καπιταλισμό) στον αντίποδα του· αντιθέτως, δείχνει τη διαδικασία (τον κομμουνισμό) μέσω της οποίας το κεφάλαιο μετατρέπεται άμεσα σε μέσο κοινωνικής αναπαραγωγής για όλους, δηλαδή για όλους όσοι δεν μπορούν πλέον να αντέξουν να ζούνε στον καπιταλισμό ή έχουν αποκλειστεί από αυτόν. Ο ακριβής σκοπός του κινήματος των κοινοβίων είναι να αναπτύξουν την ικανότητα ή τις ικανότητες που θα οδηγήσουν στην απεμπλοκή, όσο το δυνατόν περισσοτέρων ανθρώπων, από το σύστημα της μισθωτής εργασίας και της προσωπικής ιδιοκτησίας· αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω μιας επιπρόσθετης διαδικασίας, αρχίζοντας από μικρές δράσεις κοινωνικοποίησης, με τις οποίες θα αναπτυχθούν νέες σχέσεις και ικανότητες. Για παράδειγμα, με τη δωρεάν διανομή τροφής και βασικών υπηρεσιών, με την κολλεκτιβοποίηση των μισθών και ενοικίων/υποθηκών όλων εκείνων που έχουν δουλειά και σπίτι, με την εδραίωση γενικών συνελεύσεων και άλλων μηχανισμών αυτοδιάθεσης, με την οργάνωση για την απαλλοτρίωση αχρησιμοποίητης ιδιοκτησίας και πόρων, με την ανάπτυξη και την διεύρυνση της ανταλλακτικής οικονομίας με ντόπιους παραγωγούς και μεταφορείς, κλπ. Η βασική φόρμουλα κοινωνικοποίησης είναι απλή: με την κατάργηση της ιδιοκτησίας, καθιστούμε δυνατή την ελεύθερη διαβίωση, έστω και τοπικά ή περιστασιακά· με την ελεύθερη διαβίωση, όμως, είναι αναπόφευκτη και η εξάπλωση των κοινοβίων.

Στους επικριτές του κινήματος των κοινοβίων θα πρέπει να απαντάμε ότι τα μόνα όρια στην κοινωνικοποίηση είναι αυτά που επιβάλλονται από τον ίδιο τον καπιταλισμό. Είμαστε κομμουνιστές όποτε δίνουμε προτεραιότητα στη συνεργασία έναντι του ανταγωνισμού, στον κοινωνικό βίο έναντι του ατομικού. Παρομοίως, είμαστε αντιδραστικοί όποτε υποχωρούμε στην θαλπωρή της ιδιοκτησίας και της κυριαρχίας. Η κοινωνία της συσσώρευσης δεν θα καταργηθεί ‘καταλαμβάνοντας’ και ‘κρατώντας’ χώρους ή πόρους· θα καταργηθεί όταν οι χώροι και οι πόροι χρησιμοποιηθούν μ’ έναν τρόπο που θα μας επιτρέψει να ζήσουμε χωρίς τον καπιταλισμό. Δεν χρειάζεται να έχουμε ιδιαίτερες τύψεις για το πώς θα επιτευχθεί αυτό· για παράδειγμα, δεν έχει σημασία ο τρόπος που συγκεντρώνονται τα υλικά που χρειάζονται για να κρατηθεί ζωντανό το κοινόβιο· αν τα πληρώνουμε, τα κτίζουμε, τα κλέβουμε ή τα αγοράζουμε επί πιστώσει, αρκεί να μπορέσει το κοινόβιο να μεγαλώσει και να ενσωματώσει περισσότερους πόρους, σαν φαγοκύτταρο στο αίμα της οικονομίας. Ούτε παίζει ρόλο αν το κοινόβιο αποκτά αυτά τα μέσα εξ’ αρχής. Το ζητούμενο είναι η απόκτηση αυτή καθ’ εαυτή και αυτό απαιτεί χρόνο. Ενώ είναι ιδιαίτερα σημαντική η χωρική μορφή των κοινοβίων, το συγκεντρωτικό μοντέλο του κινήματος ‘Καταλήψεις Παντού’ δίνει ήδη προτεραιότητα σε πιο διάσπαρτους εδαφικούς διακανονισμούς. ‘Οντως, είναι πιθανόν να ταλαντευθεί η γεωγραφία της κοινωνικοποίησης στους επόμενους μήνες, ανάμεσα στο κέντρο και στην αποκέντρωση και ανάμεσα στο ορατό και στο αόρατο.

Η άνοιξη θα φέρει πολλές καινούργιες εμπειρίες και τακτικές· νέες κατασκηνώσεις, κατειλημμένα σπίτια και κτίρια, απρόσμενους τερματισμούς στη βιομηχανία και στο εμπόριο και, επίσης, καινούργιους τρόπους αντιδραστικής βίας ενάντια στο κίνημα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, όμως, ότι δεν αποτελούμε πραγματική απειλή για το καπιταλιστικό σύστημα αν δεν κόψουμε τα δεσμά μας από αυτό. Θα αποτύχουμε αν απλά στηρίξουμε την ανάκτηση των κατεσχημένων ή εγκαταλελειμμένων σπιτιών χωρίς να αμφισβητήσουμε την ιερότητα της δικής μας ιδιοκτησίας, ασχέτως του αν έχουμε ή νοικιάζουμε. Θα αποτύχουμε αν οι μισθοί μας δεν χρησιμοποιηθούν ως πόροι για την κοινοτική διαβίωση. Θα αποτύχουμε αν αφήσουμε τους οφειλέτες να υποφέρουν κατ’ ιδίαν. Δεν μπορεί να υπάρξει κοινοβιακό κίνημα αν η διαμαρτυρία είναι απλά μια δραστηριότητα εκτός καθημερινής εργασίας· οι εργαζόμενοι θα πρέπει να επιλέξουν αν θα στηρίξουν τα κοινόβια ή τα αφεντικά και τους διαχειριστές εξουσίας. Μην απατάσθε, όμως: είναι θέμα χρόνου να πάρει μπρος ο μηχανισμός της κοινωνικοποίησης διότι η μηχανή του είναι ήδη έτοιμη για δράση. Η εποχή του Κόμματος έχει περάσει – ζήτω οι κομμούνες!